ακατάταχτος

ακατάταχτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν μπήκε στη σειρά του, στη θέση του: Τα βιβλία του τα έχει ακατάταχτα.
2. αυτός που δεν κατατάχθηκε: Επιλέχτηκε για την αεροπορία, αλλά είναι ακόμη ακατάταχτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακατάτακτος — η, ο (Α ἀκατάτακτος, ον) (νεοελλ. και ακατάταχτος) [κατατάσσω] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατατάξει στη σωστή θέση, να προσδιορίσει νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει καταταχθεί στον στρατό, στο ναυτικό κ.λπ. 2. ο ατακτοποίητος «ακατάτακτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”